- ὑπεκρυείς
- ὑπεκρέωflow out from underaor part pass masc nom/voc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεκρέω — Α [ἐκρέω] 1. εκρέω από κάτω 2. (για πρόσ.) εξέρχομαι από κάτω («ὑπεκρυεὶς τῆς σκηνῆς», Πλούτ.) 3. παρέρχομαι βαθμιαία 4. μτφ. α) διαφεύγω β) φθείρομαι, αφανίζομαι, καταστρέφομαι («τὸν βασιλέα ταῑς ἀθυμίαις ὑπεκρέοντα καὶ τῇ νόσῳ», Ιώσ.) … Dictionary of Greek